εξικνούμαι

εξικνούμαι
(AM ἐξικνοῡμαι, -έομαι)
φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα»)
αρχ.-μσν.
1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι»)
2. επαρκώ («ἐφ' ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο»)
αρχ.
έρχομαι ως ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικνούμαι «φθάνω» (< ρίζα ικ- τού ίκω «φθάνω» με ρινική παρέκταση -ν-). Ο ενεστώς ικνούμαι σχηματίστηκε κατά πάσαν πιθανότητα επί τού αορ. β' ικόμην τού ίκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξικνοῦμαι — ἐξικνέομαι reach pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξικνέομαι reach pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… …   Dictionary of Greek

  • συνεξικνούμαι — έομαι, Α συμπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξικνοῦμαι «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”