- εξικνούμαι
- (AM ἐξικνοῡμαι, -έομαι)φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα»)αρχ.-μσν.1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι»)2. επαρκώ («ἐφ' ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο»)αρχ.έρχομαι ως ικέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικνούμαι «φθάνω» (< ρίζα ικ- τού ίκω «φθάνω» με ρινική παρέκταση -ν-). Ο ενεστώς ικνούμαι σχηματίστηκε κατά πάσαν πιθανότητα επί τού αορ. β' ικόμην τού ίκω].
Dictionary of Greek. 2013.